- χιλιοτρόπως
- και χιλιότροπα Νεπίρρ. με πολλούς τρόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + τρόπος + επιρρμ. κατάλ. -ως/-α. Ο τ. χιλιοτρόπως μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek